- ἄειλος
- ἄ-ειλος, nicht besonnt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
άειλος — ἄειλος, ον (Α) αυτός που δεν θερμαίνεται από τον ήλιο, ο ανήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + εἵλη (= η θερμότητα τού ήλιου)] … Dictionary of Greek
ἄειλα — ἄειλος unsunned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είλη — (I) εἴλη, η (Α) ίλη (ιππικού). (II) εἴλη, η (Α) 1. η θερμότητα τού ήλιου 2. άχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είλη προέρχεται από αρχαιότερο τ. έλα (< Fέλᾱ < *Fhelā < *hFelā) με προθηματικό φωνήεν (*e Fhέλā). Ο τύπος *Fhelā συνδέεται με τον ΙΕ τύπο… … Dictionary of Greek